- ρωμαλεότητα
- ηη ιδιότητα του ρωμαλέου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρωμαλεότητα — η / ῥωμαλεότης, ητος, ΝΜΑ [ῥωμαλέος] η ιδιότητα τού ρωμαλέου, η ύπαρξη σωματικής ρώμης, δύναμης και αντοχής, ευρωστία νεοελλ. μτφ. εξαιρετική δύναμη, εξαιρετική ικανότητα («ρωμαλεότητα τού πνεύματος») … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
βουκεφάλας — Το περίφημο άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που το δάμασε σε ηλικία 15 ετών. Κανείς από τους έμπειρους ιπποδαμαστές δεν είχε καταφέρει να ιππεύσει το ατίθασο αυτό άλογο και ο Αλέξανδρος ζήτησε να δοκιμάσει. Έστρεψε τότε το πρόσωπο του αλόγου έτσι… … Dictionary of Greek
ευρωστία — η (ΑΜ εὐρωστία) [εύρωστος] 1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος 2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ρωπογραφία — Έτσι επικράτησε να λέγεται στα ελληνικά το είδος της ζωγραφικής που στη διεθνή ορολογία έχει το γαλλικό όνομα genre, δηλαδή η ζωγραφική που δεν παίρνει τα θέματά της από τη μυθολογία, την ιστορία ή τη θρησκεία, αλλά από σκηνές της καθημερινής… … Dictionary of Greek
σοπράνο — (Μουσ.). Συχνά αποδίδεται στα ελληνικά «υψίφωνος». Όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη φωνή, που είναι ικανή να φτάσει στους οξύτερους φθόγγους. Κατά κανόνα πρόκειται για γυναικείες φωνές αλλά ισχύει και για τη φωνή (τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek